- Χιμάρα
- ηπόλη της Aλβανίας (Βόρ. Ηπείρου).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιμάρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυρρίχου (12 τ. χλμ.) και βρίσκεται NΔ του Γυθείου. II Κωμόπολη και επαρχία της Βόρειας Ηπείρου, κέντρο χριστιανικών και… … Dictionary of Greek
χιμάρας — χιμάρᾱς , χιμάρα fem acc pl χιμάρᾱς , χιμάρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμάραν — χιμάρᾱν , χιμάρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλιος, Σπύρος — (Χιμάρα 1800 – Αθήνα 1880). Αγωνιστής και στρατηγός. Καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στη διάρκεια της Επανάστασης στις οποίες διακρίθηκε για την ανδρεία του. Μετά το τέλος του Αγώνα, κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό και… … Dictionary of Greek
Σπυρομήλιος — Επώνυμο αγωνιστών. Γράφεται και Σπυρομίλιος. 1. Μιχαήλ. Στρατιωτικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 (Χιμάρα 1800 Αθήνα 1880). Έζησε αρκετά χρόνια και σπούδασε τη στρατιωτική τέχνη στη Νεάπολη, όπου οι πρόγονοί του ήταν εγκαταστημένοι από… … Dictionary of Greek
Κουλουμπής, Φραγκίσκος — (Κεφαλονιά 1688 – Χιμάρα ;). Λόγιος, κληρικός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ποιητής. Με τη συμπαράσταση του Μελέτιου Τυπάλδου, αρχιεπίσκοπου της Φιλαδέλφειας, σπούδασε στο Φλαγγιανό Φροντιστήριο της Βενετίας. Το 1708 ασπάστηκε τον καθολικισμό … Dictionary of Greek
Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Кладас, Крокодилос — Крокодилос Кладас (греч. Κροκόδειλος Κλαδάς), известен также как Крокондилос и Коркондилос (1425(1425) 1490[1]) известный греческий военачальник Мореи (средневековый Пелопоннес) конца XV века. Его военная деятельность охватывает… … Википедия
χιμάραρχος — ὁ, Α (ιδίως για τράγο) αυτός που οδηγεί τις γίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + άρχος*] … Dictionary of Greek
χιμαροκτόνος — ον, Α χιμαιροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα / χιμάρα + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek